φούχταλο

φούχταλο
φούχταλο, το και χούφταλο, το
ο πολύ γέρος, ο πολύ ηλικιωμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φούχταλο — το, Ν βλ. χούφταλο …   Dictionary of Greek

  • χούφταλο — και φούχταλο, το, Ν (σκωπτ.) πολύ γέρος άνθρωπος που δεν έχει καμία σωματική ή ψυχική δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούχτα / χούφτα + κατάλ. αλο (πρβλ. θρύψ αλο). Κατ άλλους, ωστόσο, ο τ. έχει προέλθει μέσω ιδιωματικού τ. κούφταλο / κούχτελο από το ρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”